Aνακοινώσεις

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Ο άσπονδος φίλος μου


Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
Μπαίνοντας γρήγορα στο σπίτι, βρεγμένος ως το κόκαλο, πήγα κατευθείαν στο μπαλκόνι.
Εκεί με περίμενε, όπως κάθε φορά μετά από κάποια διαδήλωση, ο άσπονδος φίλος μου.
Είχε πάρει εκείνο το ειρωνικό του ύφος, όπως συνήθως, και μου χαμογελούσε κουνώντας το κεφάλι.
-         Σου τα έλεγα εγώ αλλά δεν με άκουγες. Τι κατάλαβες που ξαναπήγες στο Σύνταγμα; Βγήκε τίποτα;
-         Σαν τι περίμενες να βγει;
-         Εγώ; Τίποτα! Εσύ περίμενες ότι θα έρθουν τα πάνω, κάτω.
-         Δε με παρατάς λέω εγώ μες στα νεύρα μου; Άντε μην τα μαζέψεις όλα εσύ.
-         Μπα! Έχουμε νευράκια; Εγώ σου φταίω που παίχτηκε το ίδιο έργο για μία ακόμη φορά; Πόσοι μαζευτήκατε; Καμιά δεκαριά χιλιάδες;
-         Όχι, ήταν πολλοί περισσότεροι. Μπορεί και εκατό χιλιάδες.
-         Σώπα! Αλήθεια; Μια διμοιρία των ΜΑΤ μπορεί να τα βάλει με 10.000 κόσμο. Βάλε πόσες διμοιρίες ήταν, πρόσθεσε και τους γνωστούς διακόσιους. Αρκούσαν για να σας διαλύσουν σε πέντε λεπτά.
-         Ναι! Τελικά αρκούσε…
-         Καλά, τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, τόσοι συνταξιούχοι, τόσοι μισθωτοί, που ήταν όλοι αυτοί; Η νεολαία; Οι φοιτητές;
-         Δεν ξέρω. Άσε με σε παρακαλώ. Που θες να ξέρω; Μάλλον στα σπίτια τους όπως και συ.
-         Γιατί δεν κατέβηκαν όλοι αυτοί;
-         Τι να σου πω; Άλλοι φοβήθηκαν, άλλοι πιστεύουν πως δεν θα βγει τίποτα, άλλοι πως οι αντίπαλοι είναι πολλοί δυνατοί…
-         Άλλοι είναι βολεμένοι ακόμα ή νομίζουν ότι είναι. Πες το γιατί ντρέπεσαι;
-         Δεν ντρέπομαι. Απλώς πιστεύω πως οι βολεμένοι είναι πλέον λίγοι.
-         Ζεις στον κόσμο σου φίλε μου. Υπάρχουν ακόμη πολλοί βολεμένοι. Μπροστά σου βρίσκεται το καλύτερο παράδειγμα. Έχω τη δουλίτσα μου, το μισθό μου. Εφτακόσια θες; Εφτακόσια, αλλά τα έχω κάθε μήνα. Μπορεί να μου τα καθυστερούν λίγο, αλλά δεν πεινάω κιόλας.
-         Και πως τα φέρνεις βόλτα;
-         Κοίτα να δεις. Το πήρα απόφαση. Αυτοί δεν πρόκειται να σταματήσουν. Θα κόβουν, θα κόβουν μέχρι να σκάσουν από τη μάσα. Προκειμένου να σκάσω, άρχισα κι εγώ να κόβω.
-         Ναι αλλά τι να πρωτοκόψεις;
-         Έκοψα πρώτα τους πολλούς καφέδες. Πίνω έναν κάθε τρεις μέρες. Έκοψα τα ταβερνεία και τα ούζα και τελευταία έκοψα και το τσιγάρο. Έτσι γλυτώνω χρήματα και μειώνω χοληστερίνες, τριγλυκερίδια και νικοτίνες.
-         Όπως πας θα κόψεις και το φαγητό. Με τα παιδιά τι κάνεις; Δεν έχουν αυτά ανάγκες;
-         Όλα είναι σχετικά. Σταμάτησα να τους ψωνίζω ρούχα και παπούτσια. Ας βάλουν τα περσινά και τα προπέρσινα. Τι θα πάθουν; Εμείς πάθαμε τίποτα;
-         Καλά! Τα δικά σου τα παιδιά δεν ψηλώνουν; Η πατούσα τους δε μεγαλώνει;
-         Εντάξει! Όλο και κάποιος συγγενής βρίσκεται να μας τροφοδοτήσει. Έχουν κι αυτοί παιδιά που μεγαλώνουν. Όποια δεν τους κάνουν μου τα πασάρουν. Είπαμε, χρειάζεται αλληλεγγύη.
-         Ναι αλλά, όπως πάει, σε λίγο δεν θα έχεις ούτε για τα βασικά. Φάρμακα, γιατρούς, φαγητό. Ξέχασέ τα.
-         Έλα καημένε. Στο σόι μας είμαστε γερά σκαριά. Δεν αρρωσταίνουμε εύκολα. Όσο για το φαγητό, ένα πιάτο για να μην πεινάσουμε πάντα θα υπάρχει.
-         Απορώ πώς μπορείς και είσαι τόσο αναίσθητος; Δε σε νοιάζει που έχεις να πας κινηματογράφο από τότε που παιζόταν ο Κόναν ο Βάρβαρος; Θέατρο πότε πήγες για τελευταία φορά;
-         Τι να το κάνω το θέατρο και τον κινηματογράφο; Ανοίγω την τηλεόραση και έχει απ’ όλα. Άμα θέλω θέατρο βάζω ειδήσεις ή το κανάλι της Βουλής. Άσε που μαθαίνω και τούρκικα τσάμπα. Ήξερες ότι το «τσάμπα» είναι τούρκικη λέξη. Παλιότερα μάθαινα βραζιλιάνικα, μεξικάνικα και πάει λέγοντας.
-         Άι σιχτίρ, να στο πω στα τούρκικα. Δεν τρώγεσαι απόψε. Πώς έχεις καταντήσει έτσι; Δε σε αναγνωρίζω. Έχεις γίνει σωστός ραγιάς. «Δε γίνεται τίποτα», «δεν αλλάζει τίποτα» «όλα είναι προαποφασισμένα». Όλο κάτι τέτοιες αηδίες μου ξεφουρνίζεις. Πώς δεν αλλάζει τίποτα; Η ζωή σου δεν έχει αλλάξει; Είναι ίδια όπως πριν; Όλα αλλάζουν προς το χειρότερο. Δεν το βλέπεις; Δεν έχεις άγχος για το μέλλον το δικό σου και των παιδιών σου; Τι κόσμο τους παραδίνεις μου λες; Τον κόσμο των 300 ευρώ το μήνα; Τους ρώτησες αν τον θέλουν;
-         Και τι μπορώ να κάνω εγώ ρε φίλε; Μπορώ να αλλάξω εγώ τον κόσμο. Αυτοί έχουν το χρήμα και δεν λογαριάζουν κανέναν. Τι μπορώ να κάνω εγώ μόνος μου. Άντε και να κατέβαινα στο Σύνταγμα; Υπήρχε περίπτωση να κάνουμε ντου και να μπούμε μέσα; Όχι! Θα μας ψέκαζαν πάλι, θα τρώγαμε και καμιά μολότωφ στο κεφάλι και μετά θα φεύγαμε σαν τις κότες. Βλέπεις εσύ πουθενά φως;
-         Μπορεί να μην το βλέπω αλλά ξέρω ότι υπάρχει. Όπου να΄ναι θα το δουν όλοι. Θα το δεις και συ μήπως και ξεστραβωθείς. Ξέρω επίσης πως ο λαός μας βρέθηκε πολλές φορές στο σκοτάδι αλλά μία σπίθα ήταν ικανή να προκαλέσει πυρκαγιά. Μια σταγόνα ήταν αρκετή για να ξεχειλίσει το ποτήρι. Έχω την αίσθηση πως το ποτήρι έχει γεμίσει προ πολλού. Αυτό που λείπει, είναι η σταγόνα!
Τη συζήτηση μας τη διέκοψε ο ήχος του κινητού του άσπονδου φίλου μου. Τον είδα να γίνεται κατακίτρινος και μετά κατακόκκινος. Τον ρώτησα τι συμβαίνει; Με το ζόρι μπορούσε να ψελλίσει δυο λόγια. Κάποιος συνάδελφός του που δουλεύει μαζί του στην ίδια εταιρία, τον ειδοποίησε ότι η εταιρία πρόκειται σύντομα να κλείσει. Προσπάθησα να του δώσω κουράγιο αλλά μάταια. Αισθάνθηκα ότι ένιωσε πολύ άσχημα για όσα υποστήριξε πιο πριν αλλά δεν του το είπα. Έδειχνε τόσο λυπημένος και απογοητευμένος που δεν μπορούσε ούτε να σηκώσει το κεφάλι του για να με κοιτάξει.
-         Και τώρα τι κάνουμε; Πώς θα τα βγάλω πέρα με έναν μισθό;
-         Θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρος.
Κάπως έτσι τελείωσε η κουβέντα με τον άσπονδο φίλο μου. Άναψα τσιγάρο και του πρόσφερα. Πάντα έτσι έκανα όταν τον έβλεπα να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Άλλωστε, τον ξέρω χρόνια. Από τότε που γεννήθηκα.
Βλέπετε, ο άσπονδος φίλος μου, δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος μου ο εαυτός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: