Επειδή είμαστε
όλοι Χαλυβουργοί, επειδή κανείς δε δικαιούται να πει «δε γνώριζα», παραθέτουμε
διηγήσεις των εργατών Χαλυβουργών στο ξεκίνημα του ηρωικού τους αγώνα για τις
συνθήκες που επικρατούν στο εργοστάσιο.
Ο Παναγιώτης Παπανικολάου
είναι από τους παλιότερους εργαζόμενους, 28 χρόνια μέσα στο εργοστάσιο. Χειριστής του γερανού που φορτώνει
σίδερα που οδηγούνται για λιώσιμο: «Ανεβαίνω
καθημερινά στην καμπίνα σε ύψος 30 μέτρων και με τη θερμοκρασία μέσα σε αυτή
στους 70 βαθμούς και έξω στους 110 βαθμούς. Αν χαλάσει το κλιματιστικό της
καμπίνας κυριολεκτικά λιώνεις. Μεταφέρω
50 τόνους σίδερο με το καλάθι, και σε κάθε βάρδια συνολικά 600 τόνους και το
παραμικρό λάθος κοστίζει γιατί από κάτω είναι εργάτες. Όταν έγινε η κατάρρευση
του γερανού έτρεμα όταν έβλεπα ένα θηρίο να πέφτει από ύψος 30 μέτρων.
Δέκα μέρες μετά το ατύχημα, γύρισα στη δουλειά παρά το γεγονός ότι μου
ζητήθηκε για ψυχολογικούς λόγους να αλλάξω πόστο. Αρνήθηκα γιατί ήξερα ότι ο γιος μου που δουλεύει και αυτός εδώ θα τον
μετέφεραν σε πόστο στο χαλυβουργείο και δεν ήθελα με τίποτα να πάει στο
"θάνατο". Τώρα το "ευχαριστώ" είναι ότι ο γιος μου είναι
στους 50 απολυμένους. Εμένα όμως, δεν με απολύουν γιατί είμαι πριν τη σύνταξη
και η αποζημίωσή μου κοστίζει. Και όλα αυτά, για μισθό 1.600 ευρώ! Αν περάσουν
τα σχέδια του Μάνεση, η δική μου μείωση θα είναι 60% γιατί δουλεύω με κυκλικό
ωράριο, με Σαββατοκύριακα και νυχτερινά. Για 500 και 600 ευρώ δεν ανεβαίνω πάλι
στο γερανό για να με βγάζουν, όπως έχει γίνει πολλές φορές, λιπόθυμο»!..
Ο Σταύρος Φλώρος, κοντά 20
χρόνια έχει δουλέψει μέσα στο χαλυβουργείο και μάλιστα και σε θέση προϊσταμένου
βάρδιας, που σημαίνει ότι έχει κάνει τα πάντα εκεί μέσα. «Διορθώνουμε την κάθε ζημιά που θα προκύψει βάζοντας τα χέρια μας μέσα
στη φωτιά. Γιατί όταν δεν ανοίγει κάποια τρύπα στη σκάφη με το λιωμένο σίδερο ή
όταν πρέπει να κλείσουμε μια τρύπα για να σταματήσει η χύτευση πρέπει
αναγκαστικά να παίξεις με τη φωτιά. Πιάνουμε στην κυριολεξία τη φωτιά με τα
χέρια. Όταν πέφτουν τα παλιοσίδερα στο φούρνο πετάγονται φωτιές και γίνονται
εκρήξεις πολύ επικίνδυνες.
Είναι σαν να πηγαίνεις στο βαρέλι με τη φωτιά και να βάζεις μέσα τα
χέρια και το κεφάλι. Γι' αυτό και είναι καθημερινά τα καψίματα στη μούρη και
στα χέρια και έχω βγάλει πολλές φορές λιπόθυμους εργαζόμενους». Και ο
μισθός που παίρνω για να παλεύω με τη φωτιά δεν είναι πάνω από 1.600 ευρώ, και
να μην ξέρεις, αν θα γυρίσεις σπίτι, στην οικογένεια. Ειδικά τα 3 τελευταία χρόνια η εντατικοποίηση ήταν τέτοια που
πραγματικά αψηφούσαμε τη ζωή μας γι' αυτό το μεροκάματο».
Ο Φώτης Χρηστάκος είναι
ηλεκτρολόγος στο χαλυβουργείο, μέσα στους 50 απολυμένους κι αυτός. Η δουλειά
του 7 χρόνια τώρα είναι να ξεκινά τη λειτουργία του φούρνου μέχρι να αλλάζει
και μία λάμπα μέσα στη «φάμπρικα», όπως αποκαλεί το χαλυβουργείο. «Δουλεύω μέσα στις τεράστιες θερμοκρασίες
του χαλυβουργείου. Όταν, για παράδειγμα, χαλάσει το κλιματιστικό στην καμπίνα
του γερανού πρέπει, μπορώ - δεν μπορώ, να ανέβω 30 μέτρα για να το φτιάξω.
Μπορεί την ώρα που είναι σε εξέλιξη το χυτήριο και οι θερμοκρασίες είναι
τεράστιες, πάνω από 110 βαθμούς, να πρέπει να ανέβουμε να αλλάξουμε ένα ρελέ ή
μια ασφάλεια. Εκεί βλέπεις ακόμα και τη φωτιά με τα μάτια σου να περνάει από
πάνω σου».
Θυμάμαι το ατύχημα πριν ένα χρόνο με την κατάρρευση του γερανού και την
ανατροπή του χωνιού με τη λάβα και θυμώνω. Γινότανε
χαμός, βλέπαμε εργαζόμενους να τρέχουν καμένοι και οι διευθυντές φώναζαν και
τους ένοιαζε μόνο να πάω να κάνω τούμπα τον φούρνο (να βγει δηλαδή από μέσα το
χυτήριο) με χειροκίνητες ρυθμίσεις γιατί κόπηκε το ρεύμα, για να μη χαλάσει ο
φούρνος. Εμένα όμως δε με ένοιαζε το μηχάνημα αλλά να σώσω τους ανθρώπους.
Κι ο μισθός μόνο 1.050 ευρώ».
Ο Μανώλης Μακρής δουλεύει
πέντε χρόνια τώρα, στη γραμμή παραγωγής - χύτευσης, με μισθό 1.000 ευρώ. «Ελέγχω
τη ροή της μηχανής που περνάει το μέταλλο για να μη συμβεί ζημιά. Έχουμε από
πάνω μας το χωνί με το λιωμένο μέταλλο που το ρίχνει σε μια σκάφη με τέσσερις
τρύπες από το οποίο βγαίνει στη συνέχεια για να προχωρήσει στην επόμενη
διαδικασία. Το καυτό λιωμένο μέταλλο πετάγεται παντού, εμείς πρέπει μέσα στη
φωτιά να κλείσουμε αν χρειαστεί κάποια τάπα για να σταματήσει η ροή ή να
κλείσουμε άλλες διαρροές ή να φροντίσουμε ακόμα και με τα χέρια μας να μη
σταματήσει καμιά διαδικασία. Είναι δεκάδες οι φορές που έχουν καεί τα χέρια μας
ή δεν μπορείς να αναπνεύσεις από τις αναθυμιάσεις».
Ο Θανάσης Δραπανιώτης
δουλεύει 6 χρόνια, για 1.000 ευρώ, στο τμήμα των έλαστρων στην προετοιμασία
παραγωγής, όπου ετοιμάζονται τα μηχανήματα για να διοχετευτεί το λιωμένο
σίδερο, να πατηθεί και να διαμορφωθεί στη συνέχεια. Εκεί, δεν έχει να κάνει με
τη φωτιά αλλά με το ίδιο το σκληρό μέταλλο. «Για
να δουλέψουμε πρέπει ο γερανός να μας μεταφέρει ρολά έλαστρα. Αυτό σημαίνει ότι
ο γερανός πρέπει να είναι σε καλή κατάσταση και ο χειριστής ιδιαίτερα
προσεχτικός. Ο γερανός όμως πατάει σε στραβές ράγες και πολλές φορές ξαφνικά
βλέπουμε να πέφτουν βίδες και σίδερα ενώ εμείς δουλεύουμε από κάτω. Το μόνο που
νοιάζει την εργοδοσία είναι να φοράμε κράνη, τι να κάνουν όμως όταν πέφτουν από
πάνω σίδερα τόνων».
Φαντάσου ξαφνικά να χαλάσει και να έχει τόνους σίδερο πάνω από το
κεφάλι σου. Με έχει σώσει μια φορά ο χειριστής όταν είδε ένα τεράστιο σίδερο να
πέφτει και εγώ από κάτω δεν είχα δει τίποτα, ευτυχώς που έβαλε τις φωνές. Και
όλα αυτά για ένα πιάτο φαΐ που το έχουμε και τώρα 43 ημέρες, από τον κόσμο».
Οι εργάτες ξέρουμε πλέον ότι
πουλάμε την εργατική μας δύναμη και δεν μας πληρώνει απλά το αφεντικό για να
δουλεύουμε. Και είμαστε αποφασισμένοι να μην την πουλάμε τσάμπα. Γι' αυτό δε
γυρίζουμε στο εργοστάσιο για 500 ευρώ. Τώρα είμαστε και ενωμένοι και μέσα στο
εργοστάσιο, αλλά και με όλους όσοι μας συμπαραστέκονται καθημερινά».
Ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης έχει
και άλλες επιχειρήσεις και τώρα θέλει να μας πείσει ότι το πρόβλημά του είναι
το δικό μας μεροκάματο. Μας λέει ψέματα ότι δεν έχει κέρδη για να περάσει το
δικό του και να υπογράψουμε για να δουλεύουμε για το τίποτα. Να χάσουμε ό,τι
κέρδισαν με αίμα οι πατεράδες μας.
Αν έρθεις εδώ Σαββατοκύριακο δεν
βλέπεις στο ένα μέτρο από τη σκόνη. Η θερμοκρασία φτάνει τους 60 με 70 βαθμούς
μέσα στην καμπίνα του γερανού με ένα παμπάλαιο κλιματιστικό και έξω η
θερμοκρασία στο καυτό μέταλλο φτάνει τους 300 βαθμούς.
Στέκεσαι με τα γυαλιά μπροστά στο
λιωμένο μέταλλο και ελέγχεις με 70 βαθμούς και το χρονόμετρο δίπλα. Και το
διευθυντή να μη δέχεται απώλειες.
Ο Γιάννης: «Είμαι 4 χρόνια εδώ μέσα και για να πάρω 900
ευρώ το μήνα πρέπει να δουλεύω Σαββατοκύριακα και υπερωρίες. Αλλιώς θα έπαιρνα
600 ευρώ!
Μόνο να φοράμε κράνη τούς ενδιαφέρει. Για τα μπετά που είναι έτοιμα να
πέσουν, τις ράγες που έχουν χαλάσει, δε δίνουν σημασία γιατί κοστίζουν».
Δείχνει στη συνέχεια στην
απέναντι πλευρά του ένα συνάδελφό του και λέει τρέμοντας:
«Βλέπεις τι ωραίο πρόσωπο έχει; Σε μένα το οφείλει. Όταν ήταν μια μέρα
μπροστά στο φούρνο, το πρόσωπό του άρχισε να ξεφλουδίζει από τα καυτά λάδια.
Λύγισα στα γόνατα για να τον πιάσω και να τον γλιτώσω».